πυοθώρακας

πυοθώρακας
ο, Ν
ιατρ. η συλλογή πύου στην πλευρική κοιλότητα, μεταξύ περίτονου και περισπλάγχνιου πετάλου τού υπεζωκότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyothorax (< πύον + θώραξ). Η λ. στον λόγιο τ. πυοθώραξ μαρτυρείται από το 1865 στον Κ. Δηλιγιάννη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”